Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνατύπωμα — mental image neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατύπωμα — το το ξανατύπωμα: Θα γίνει ανατύπωμα για το δεύτερο χρώμα των εικόνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)